- γλυκοτραγουδώ
- γλυκοτραγούδησα, γλυκοτραγουδήθηκα, γλυκοτραγουδισμένος, τραγουδώ ευχάριστα, μελωδικά: Το παλικάρι γλυκοτραγουδούσε κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.