γλυκοτραγουδώ

γλυκοτραγουδώ
γλυκοτραγούδησα, γλυκοτραγουδήθηκα, γλυκοτραγουδισμένος, τραγουδώ ευχάριστα, μελωδικά: Το παλικάρι γλυκοτραγουδούσε κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γλυκοτραγουδώ — ( άω) 1. τραγουδώ ευχάριστα 2. εξυμνώ κάτι με ευχάριστο τραγούδι …   Dictionary of Greek

  • αδίζω — [άδω] γλυκοτραγουδώ …   Dictionary of Greek

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • καλοφωνάζω — (Μ) τραγουδώ ωραία, γλυκοτραγουδώ …   Dictionary of Greek

  • καλοφωνίζω — (Μ) τραγουδώ ωραία, γλυκά, γλυκοτραγουδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού καλοφωνῶ από τον αόρ. καλοφώνησα που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστώτα σε ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”